- εὐεπῶς
- εὐεπήςmelodiousadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευεπής — εὐεπής, ές (ΑΜ) ο ευφράδης, ο εύγλωττος αρχ. 1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.) 2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ») 3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι»,… … Dictionary of Greek